Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αποστακτήριος — α, ο 1. ο χρήσιμος για απόσταξη 2. το ουδ. ως ουσ. το αποστακτήριο χώρος όπου γίνονται αποστάξεις … Dictionary of Greek